- πεινάων
- πεινά̱ων , πεῖναhunger: fem gen pl (epic aeolic )πεινά̱ων , πεῖναhunger: fem gen pl (epic ionic aeolic )πεινάωto be hungry: pres part act masc nom sg (epic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
πεινάων — πεινά̱ων , πεῖνα hunger fem gen pl (epic aeolic) πεινά̱ων , πεῖνα hunger fem gen pl (epic ionic aeolic) πεινάω to be hungry pres part act masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίψα — η (AM δίψα) 1. η φυσιολογική ανάγκη που αισθάνεται κανείς για να πιει νερό ή άλλο υγρό 2. διακαής πόθος, ακράτητη επιθυμία («δίψα για εκδίκηση»). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η ομηρ. μτχ. < διψάων και το απαρμφ. διψήν παρουσιάζουν όμοιο… … Dictionary of Greek
πείνα — Η έλλειψη τροφής, λιμός. Η λήψη θρεπτικών ουσιών καταπραΰνει την π. Το ποσό των τροφίμων που απαιτείται για να κορεστεί η π. ποικίλλει ανάλογα με τα άτομα και το κλίμα. Απεργία π. λέγεται ιδιότυπο είδος απεργίας που χρησιμοποιήθηκε στους… … Dictionary of Greek